υποτροχώ

υποτροχώ
-άω, Α
ὑποτρέχω*, ρέω αποκάτω («Ἀλφειὸς τὴν θάλατταν νέρθεν ὑποτροχάει», Μόσχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑποτρέχω σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. φέρω: φορῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποτρόχῳ — ὑπότροχος on wheels masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”